- οχυρωμένος
- η , ο воен, укреплённый;
οχυρωμένη περιοχή — укреплённый район
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οχυρωμένη περιοχή — укреплённый район
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀχυρώμενος — ὀχυρόω fortify pres part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατοχύρωτος — η, ο (Α ἀκατοχύρωτος, ον) [κατοχυρώνω] 1. αυτός που δεν είναι οχυρωμένος, εξασφαλισμένος με οχυρωματικά έργα 2. εκείνος που δεν είναι εξασφαλισμένος με τα κατάλληλα νομικά μέτρα «ακατοχύρωτο πολίτευμα» … Dictionary of Greek
διατείχισμα — το (AM διατείχισμα) τοίχος που διαχωρίζει δύο χώρους νεοελλ. 1. εγκάρσιος τοίχος σε τάφρους για να συγκρατεί τα νερά τής βροχής αρχ. 1. οχυρωμένος τόπος 2. μέσο διαχωρισμού … Dictionary of Greek
ερυμνός — ἐρυμνός, ή, όν (AM) [ερύω (II)] (το ουδ. ως ουσ. ιδίως στον πληθ.) τὰ ἐρυμνά οχυροί, απρόσβλητοι τόποι αρχ. 1. αυτός που είναι φυσικά ή τεχνητά οχυρωμένος, ο οχυρός, ο ασφαλής από εχθρική επίθεση («χωρίον ἐρυμνόν», Θουκ.) 2. (για βουνό)… … Dictionary of Greek
εχύρωμα — ἐχύρωμα, τὸ (ΑΜ) [εχυρώ] οχυρό, φρούριο, οχύρωμα, οχυρωμένος τόπος … Dictionary of Greek
καλοτειχίζω — (Μ καλοτειχίζω) 1. κατασκευάζω καλό, οχυρό τείχος, περιβάλλω με ισχυρό τείχος, οχυρώνω καλά 2. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ). καλοτειχισμένος, η, ο(ν) αυτός που έχει καλά τείχη, καλά οχυρωμένος … Dictionary of Greek
καστελάτος — καστελλᾱτος, η, ον (Μ) οχυρωμένος με πύργους, με φρούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellatus (< castellum «κάστρο» + κατάλ. atus)] … Dictionary of Greek
πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… … Dictionary of Greek
προπύργιος — α, ο / προπύργιος, ον, ΝΜ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από πύργο για να τόν προστατεύει 2. οχυρωμένος με πύργους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πύργος + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek
πυργήρης — ῆρες, ΜΑ (για τόπο) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + ήρης (Ι)* (πρβλ. ξιφ ήρης)] … Dictionary of Greek
πυργοκάστελλος — ὁ, Μ οχυρωμένος πύργος με τη φρουρά του, πυργοκάστελλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πυργοκάστελλον] … Dictionary of Greek